- φαρμακευτικῆς
- φαρμακευτικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα με έδρα την Αθήνα. Μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, δημιουργήθηκε η ανάγκη για την ίδρυση πανεπιστημίου, προκειμένου να στελεχωθεί η χώρα με επιστήμονες. Το 1835 ιδρύθηκε διδασκαλείο για να… … Dictionary of Greek
αφέψηση — η (Α ἀφέψησις και ἄφεψις) [αφέψω] βράση, βρασμός νεοελλ. (φαρμ.) 1. ο βρασμός μιας φαρμακευτικής ουσίας μέσα σε νερό 2. μέθοδος εκχύλισης μιας φυτικής φαρμακευτικής ουσίας για να ληφθούν τα μη πτητικά, διαλυτά στο νερό, συστατικά της … Dictionary of Greek
Έλιον, Τζέρτρουντ Μπελ — (Gertrude Bell Elion, Νέα Υόρκη 1918 – 1999). Αμερικανίδα χημικός. Σπούδασε στη Νέα Υόρκη. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγήτρια σχολείου και στη συνέχεια στον τομέα της χημικής ανάλυσης τροφίμων και στην εργαστηριακή έρευνα, στους κλάδους της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Εμμανουήλ, Εμμανουήλ — (1886 – 1972). Χημικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στις φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Βέρνης. Εργάστηκε αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια ως επιμελητής στο… … Dictionary of Greek
ανακαμψίφλογος — η, ο (για μηχανήματα) αυτός που εκτρέπει και επαναφέρει τη φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκαμψις + φλογος < φλέγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Δαμβέργη, καθηγητή τής φαρμακευτικής και τής χημείας] … Dictionary of Greek
αναλυτής — Απλή συσκευή (γυάλινο κάτοπτρο, πλάκες διπλοθλαστικών σωμάτων, πολωτική επίστρωση κλπ.) με την οποία μπορεί να εξακριβωθεί αν μια ακτίνα φωτός είναι φυσική ή πολωμένη και να βρεθεί η διεύθυνση πόλωσης, γιατί επιτρέπει τη διέλευση μόνο της… … Dictionary of Greek
αναπυράκτωση — η η εκ νέου πυράκτωση, αναθέρμανση, ξαναζέσταμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπυρακτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον καθηγητή της Φαρμακευτικής και Χημείας Αναστ. Κ. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek
αναπυρακτώνω — πυρακτώνω εκ νέου, αναθερμαίνω, ξαναζεσταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα* + πυρακτώνω. Η λ. αναπυρακτώ( όω) μαρτυρείται από το 1885 στον καθηγητή της Φαρμακευτικής και Χημείας Αναστ. Κ. Δαμβέργη. ΠΑΡ. αναπυράκτωση] … Dictionary of Greek
επάλειψη — η (AM ἐπάλειψις) [επαλείφω] η ενέργεια τού επαλείφω, η επίχριση νεοελλ. ιατρ. η επίχριση πάνω στο δέρμα ή σε βλεννογόνο φαρμακευτικής ουσίας σε ρευστή μορφή, για να απορροφηθεί από τους πόρους τού δέρματος … Dictionary of Greek